υπηρέτης

υπηρέτης
5257 ὑπηρέτης
{сущ., 20}
слуга, служитель, помощник.
Синонимы: 1249 (διάκονος), 1401 (δοῦλος), 2324 (θεράπων), 3610 (οἰκέτης).
Ссылки: Мф. 5:25; 26:58; Мк. 14:54, 65; Лк. 1:2; 4:20; Ин. 7:32, 45, 46; 18:3, 12, 18, 22, 36; 19:6; Деян. 5:22, 26; 13:5; 26:16; 1Кор. 4:1.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπηρέτης" в других словарях:

  • υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»